- εἰδωλοποιητάς
- εἰδωλοποιητά̱ς , εἰδωλοποιητήςseer of phantomsmasc acc plεἰδωλοποιητά̱ς , εἰδωλοποιητήςseer of phantomsmasc nom sg (epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.